- αμπαριάζω
- 1. αποθηκεύω στο αμπάρι σιτηρά, καρπούς, τρόφιμα2. τοποθετώ τα εμπορεύματα που πρόκειται να μεταφερθούν στο κύτος τού πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρι.ΠΑΡ. αμπάριασμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμπαριάζω — ιασα, ιασμένος, αποθηκεύω: Έχουμε αμπαριασμένο κάμποσο στάρι φετινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπάρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 90 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στις ΝΑ απολήξεις του βουνού Φολόη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * το 1. αποθήκη χτιστή ή ξύλινη σε σχήμα μικρού κιβωτίου, όπου φυλάσσονται καρποί,… … Dictionary of Greek
αμπάριασμα — το [αμπαριάζω] αποθήκευση σε αμπάρι … Dictionary of Greek
απαριάζω — (Μ ἀπαριάζω) παρακμάζω, παραμελώ, παραγκωνίζω, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαριάζω ετυμολογείται από το παρjάζω < παρεάζω (πρβλ. μσν. παρεάω «αφήνω κάτι να φύγει, εγκαταλείπω»), ενώ κατ άλλους από αμπαριάζω < αναπαριάζω. Σύμφωνα τέλος με… … Dictionary of Greek